- κατείδωλος
- κατείδωλος, ον (only in Christian wr.: Prochorus, AcJ 117, 4 Zahn; Georg. Syncell. [c. 900 A.D.] p. 177, 5) full of cult-images/idols, of Athens Ac 17:16.—DELG s.v. εἶδος. M-M. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατείδωλος — κατείδωλος, ον (Α) γεμάτος είδωλα, παραδομένος στην ειδωλολατρία («κατείδωλον οὖσαν τὴν πάλιν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἴδωλον] … Dictionary of Greek
κατείδωλος — full of idols masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείδωλον — κατείδωλος full of idols masc/fem acc sg κατείδωλος full of idols neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειδώλοις — κατείδωλος full of idols masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειδώλῳ — κατείδωλος full of idols masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείδωλοι — κατείδωλος full of idols masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)